- τετράρριζος
- τετρά-ρριζος, ον,A with four roots,
ὀδόντες Gal.2.753
: -ρριζος = dentium dolor, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀδόντες Gal.2.753
: -ρριζος = dentium dolor, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράρριζος — ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερεις ρίζες («τετράρριζοι ὀδόντες», Γαλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τετράρριζος οδονταλγία, πονόδοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. τρί ρριζος] … Dictionary of Greek
τετράρριζοι — τετράρριζος with four roots masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek